- πλάνου
- πλάνοςleading astraymasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
блазнитель — БЛАЗНИТЕЛ|Ь (10), Ѧ с. Обманщик, тот, кто вводит в заблуждение: блазнители сиѥ и соуѥмоудрьни пока(за)въше. (σκαιούς) КР 1284, 371г; Февда, в Дѣ˫анихъ ап(с)лкыхъ поминаѥмыи блазнитель, повиноу˫а к себе многы˫а, ре(ч): азъ пресѣкоу Иѥрдана и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Αρκαδίων, δήμος — Νέος δήμος (4.830 κάτ.) του νομού Ζακύνθου, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίου Κηρύκου, Βανάτου, Καλιπάδου, Κυψέλης, Πλάνου, Σαρακινάδου και Τραγακίου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου… … Dictionary of Greek
Ήχος και φως — Μορφή νυχτερινού θεάματος, που βασίζεται αποκλειστικά στο φως και στον ήχο. Τα θεάματα αυτά, που άρχισαν το 1952 στο Σαμπόρ (Λουάρ) της Γαλλίας, οργανώνονται σήμερα σε πολλά μέρη, προπάντων όπου υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek